- ἀνηβητήριος
- ἀνηβ-ητήριος, α, ον,A making young again, ἀ. ῥώμη the returning strength of youth, E.Andr.552.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανηβητήριος — ἀνηβητήριος, α, ον (Α) [ηβητήρ] αυτός που φέρνει ξανάνιωμα, αναζωογονεί, ανανεώνει … Dictionary of Greek
ανακμαστικός — ἀνακμαστικός, ή, όν (Μ) [ἀνακμάζω] αυτός που ακμάζει πάλι, ο ανηβητήριος* … Dictionary of Greek
ἀνηβητηρίαν — ἀνηβητηρίᾱν , ἀνηβητήριος making young again fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)